προσκομίζω

προσκομίζω
ΝΜΑ [κομίζω]
1. φέρνω κάτι προς κάποιον προσάγω (α. «οι υποψήφιοι πρέπει να προσκομίσουν όλα τα δικαιολογητικά» β. «τοῑς Ἀχαιοῑς προσκομίζω τὴν πόλιν», Πλούτ.)
2. παρουσιάζω, εμφανίζω (α. «ο ενάγων δεν προσκόμισε επαρκείς αποδείξεις στο δικαστήριο» β. «προσκομίζουσι πάντα τὸν σύνδεσμον τῶν ἐπιστολῶν», Ηρωδιαν.)
3. εκκλ. τελώ την προσκομιδή
αρχ.
1. φέρνω σε έναν τόπο, μεταφέρω («ἁμαξιαίους λίθους προσκομίσας ἀνοικοδομεῑ», Δημοσθ.)
2. φέρνω από το εξωτερικό, εισάγω
3. καταβάλλω, καταθέτω («προσκόμισαι τὰ καθήκοντα τέλη», πάπ.)
5. απευθύνω λόγο
6. προσφέρω
7. μέσ. προσκομίζομαι
φέρνω προς τον εαυτό μου ή φέρνω προς το σπίτι μου
8. παθ. (για πλοίο) μεταφέρομαι, οδηγούμαι σε έναν τόπο («αἱ εἴκοσι νῆες... προσκομισθεῑσαι κατέπλεον εἰς τὸ στρατόπεδον», Θουκ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προσκομίζω — carry pres subj act 1st sg προσκομίζω carry pres ind act 1st sg προσκομίζω carry pres subj act 1st sg προσκομίζω carry pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκομίζω — προσκομίζω, προσκόμισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • προσκομίζω — προσκόμισα, προσκομίστηκα, φέρνω κάτι, προσφέρω, προσάγω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προσκομίζετε — προσκομίζω carry pres imperat act 2nd pl προσκομίζω carry pres ind act 2nd pl προσκομίζω carry pres imperat act 2nd pl προσκομίζω carry pres ind act 2nd pl προσκομίζω carry imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) προσκομίζω carry imperf ind act 2nd …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκομίζῃ — προσκομίζω carry pres subj mp 2nd sg προσκομίζω carry pres ind mp 2nd sg προσκομίζω carry pres subj act 3rd sg προσκομίζω carry pres subj mp 2nd sg προσκομίζω carry pres ind mp 2nd sg προσκομίζω carry pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκομίσει — προσκομίζω carry aor subj act 3rd sg (epic) προσκομίζω carry fut ind mid 2nd sg προσκομίζω carry fut ind act 3rd sg προσκομίζω carry aor subj act 3rd sg (epic) προσκομίζω carry fut ind mid 2nd sg προσκομίζω carry fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκομίσουσι — προσκομίζω carry aor subj act 3rd pl (epic) προσκομίζω carry fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) προσκομίζω carry fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) προσκομίζω carry aor subj act 3rd pl (epic) προσκομίζω carry fut part …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκομίσω — προσκομίζω carry aor subj act 1st sg προσκομίζω carry fut ind act 1st sg προσκομίζω carry aor subj act 1st sg προσκομίζω carry fut ind act 1st sg προσκομίζω carry aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) προσκομίζω carry aor ind mid 2nd sg (homeric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκομίσῃ — προσκομίζω carry aor subj mid 2nd sg προσκομίζω carry aor subj act 3rd sg προσκομίζω carry fut ind mid 2nd sg προσκομίζω carry aor subj mid 2nd sg προσκομίζω carry aor subj act 3rd sg προσκομίζω carry fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκομιζομένων — προσκομίζω carry pres part mp fem gen pl προσκομίζω carry pres part mp masc/neut gen pl προσκομίζω carry pres part mp fem gen pl προσκομίζω carry pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”